- νεικλητήρ
- νεικλητήρ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «λικμητήρ, Μεγαρείς».[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. λικμώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… … Dictionary of Greek